- μυττωτοῦ
- μυττωτόςsavoury dish of cheesemasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρίμμα — το / τρῑμμα, ίμματος, ΝΜΑ [τρίβω] καθετί που μεταβλήθηκε σε πολύ μικρά μέρη, ιδίως με τριβή, θρύμμα, θρύψαλο («τρίμματα ψωμιού») νεοελλ. φρ. «ένα τρίμμα» κάτι ελάχιστο αρχ. 1. άνθρωπος πεπειραμένος και πανούργος 2. είδος ποτού παρασκευασμένου από … Dictionary of Greek